φιλόψιλος

φιλόψιλος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσει η τελευταία θέση στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ψίλον, δωρ. τ. τής λ. πτίλον* «πούπουλο» (για τη σημ. πρβλ. και τον τ. ψιλεύς «αυτός που χορεύει τελευταίος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόψιλος — loving the last place in the chorus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”